Μείωση συχνότητας της ηπατίτιδας B και C

Μείωση συχνότητας της ηπατίτιδας B και C

14s14ygeia-thumb-large

 

πηγή: http://www.kathimerini.gr/891681/article/epikairothta/ygeia/meiwsh-syxnothtas-ths-hpatitidas-b-kai-c

Σταθερή μείωση της συχνότητας της ηπατίτιδας B και C μεταξύ των αιμοδοτών καταγράφεται τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Ωστόσο, παραμένει υψηλή σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης (κυρίως της Δυτικής και Βόρειας), γεγονός που σχετίζεται με το επιδημιολογικό προφίλ της κάθε χώρας. Πάντως, η ασφάλεια του αίματος διασφαλίζεται στην Ελλάδα μετά και την εφαρμογή των τεχνικών μοριακού ελέγχου του. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2007 έως το 2015 απετράπη η χρήση τουλάχιστον 1.500 προϊόντων αίματος, τα οποία μόνο με τον μοριακό έλεγχο βρέθηκαν θετικά σε ηπατίτιδα Β, C και στον HIV (ιός του έιτζ).

Αυτά είναι ορισμένα από τα βασικά συμπεράσματα της Εκθεσης Επιδημιολογικής Επιτήρησης για το έτος 2015 που εξέδωσε πριν από λίγες ημέρες το Συντονιστικό Κέντρο Αιμοεπαγρύπνησης (ΣΚΑΕ) του ΚΕΕΛΠΝΟ. Ειδικότερα, σύμφωνα με την έκθεση, την πενταετία 2010-2015 καταγράφεται σημαντική ετήσια μείωση κατά 18,6% και 17,2% των θετικών μονάδων αίματος σε ηπατίτιδα Β και C αντίστοιχα, με αποτέλεσμα τη μείωση κατά 50% του επιπολασμού των λοιμώξεων αυτών κατά τη διάρκεια αυτής της πενταετίας. Είναι ενδεικτικό ότι 1.239 στις 609.735 ελεγχθείσες μονάδες το 2010 ήταν θετικές στην ηπατίτιδα Β (ποσοστό 0,20%) έναντι 426 στις 520.844 (ποσοστό 0,08%) που ελέγχθηκαν το 2015. Στον αντίποδα, σημαντική αύξηση κατά 8,8% παρατηρείται στον επιπολασμό της σύφιλης: από 119 θετικές μονάδες στις 582.187 ελεγχθείσες το 2011, σε 145 θετικές μονάδες στις 520.844 το 2015.

Συμπερασματικά, στην Ελλάδα, μία στις 720 μονάδες αίματος που συλλέγονται είναι θετική σε ηπατίτιδα B, C ή στον ιό του έιτζ, και όπως αναφέρεται στην έκθεση, «η συχνότητά των λοιμώξεων αυτών παραμένει υψηλή». Οπως διευκρινίζει στην «Κ» η υπεύθυνη του ΣΚΑΕ, άμ. επίκουρη καθηγήτρια Παθολογίας Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνα Πολίτη, «η συχνότητα είναι υψηλή σε σχέση με τις άλλες βορειοδυτικές χώρες, γεγονός που οφείλεται κυρίως στο επιδημιολογικό προφίλ κάθε χώρας». Είναι ενδεικτικά τα στοιχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης για το 2013, σύμφωνα με τα οποία στην Ελλάδα θετικοί στην ηπατίτιδα B είναι 695,8 στους 100.000 αιμοδότες της πρώτης φοράς και 47 στους 100.000 τακτικούς αιμοδότες –που κατά κανόνα έχουν και μiα πιο «υπεύθυνη» συμπεριφορά σε σχέση με την προσφορά αίματος. Οι αντίστοιχες αναλογίες στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι 31,57 περιπτώσεις ηπατίτιδας B ανά 100.000 αιμοδότες της πρώτης φοράς και 0,19 ανά 100.000 τακτικούς αιμοδότες, και sτη Δανία 41,7 και 0,49 ανά 100.000 αιμοδότες αντίστοιχα. Η κ. Πολίτη τονίζει ότι «διαχρονικά παρατηρείται μεγάλη και σταθερή μείωση στον αριθμό των λοιμώξεων στον αιμοδοτικό πληθυσμό, γεγονός που οφείλεται στο ότι έχουν παρθεί μέτρα ασφάλειας του αίματος. Παρά τις δημογραφικές αλλαγές αυτών των ετών με τα κύματα μετανάστευσης στη χώρα μας από χώρες όπου η συχνότητα λοιμώξεων όπως η ηπατίτιδα Β είναι μεγάλη, το αιμοδοτικό προφίλ στην Ελλάδα παραμένει πολύ ασφαλές».

Μοριακός έλεγχος

Στην ασφάλεια του αίματος έχει συνεισφέρει και η εφαρμογή του μοριακού ελέγχου. Σύμφωνα με την έκθεση, από το 2007 έως το 2015 εντοπίστηκαν μόνο με τον μοριακό έλεγχο 617 μολυσμένες από ηπατίτιδα Β, C και HIV μονάδες αίματος (σε σύνολο 4.824.650), και τις οποίες δεν είχε «πιάσει» ο απλός ορολογικός έλεγχος του αίματος. Από τις 617 μονάδες αίματος είχαν παρασκευαστεί 1.542 προϊόντα αίματος τα οποία τελικά δεν χρησιμοποιήθηκαν.

Στην έκθεση παρουσιάζονται και δεδομένα από τις ανεπιθύμητες αντιδράσεις τόσο κατά τη μετάγγιση όσο και κατά την αιμοδοσία. Το 2015 καταγράφηκαν 1.570 ανεπιθύμητες αντιδράσεις σχετικά με τη μετάγγιση 768.672 προϊόντων αίματος (συχνότητα μία παρενέργεια ανά 490 μεταγγίσεις), εκ των οποίων 119 ήταν σοβαρές. Επίσης, ένας στους 85 αιμοδότες του 2015 εμφάνισε κάποια ανεπιθύμητη αντίδραση, κυρίως ζάλη, αίσθημα αδιαθεσίας ή εφίδρωση. Οπως αναφέρει η κ. Πολίτη, «οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις στους αιμοδότες είναι πιο συχνές απ’ ό,τι θα θέλαμε». Σύμφωνα με την ίδια, σχετίζεται, μεταξύ άλλων, με τον μεγάλο αριθμό των αιμοδοτών της «πρώτης φοράς» και τον βαθμό προετοιμασίας τους για να δώσουν αίμα (π.χ. θα πρέπει να είναι ξεκούραστοι πριν από την αιμοδοσία).

Έντυπη

Υποβολή Σχολίου

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *